- στάδιο
- Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών.
Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων ίση με 192 μ. περίπου, όσο δηλ. μήκος είχε ο στίβος του αμφιθεάτρου στην Ολυμπία. Στην κλασική εποχή η λέξη πήρε ευρύτερη έννοια και περιλάμβανε, εκτός από το στίβο, όλο το συγκρότημα που προοριζόταν για τους αγώνες και για τους θεατές. Το στάδιο της Ολυμπίας, που κατασκευάστηκε για την A’ Ολυμπιάδα του 776 π.Χ., είχε μήκος 200 μ. και πλάτος 30 μ. με έναν διάδρομο όπου μπορούσαν να τρέξουν συγχρόνως 20 αθλητές και κερκίδες για σαράντα χιλιάδες θεατές και, έπειτα από την αναστήλωση που έγινε το 100 μ.Χ., πενήντα χιλιάδες. Άλλα μεγάλα ελληνικά σ. ήταν της Μιλήτου, των Δελφών, της Πριήνης, της Επιδαύρου, και της Αθήνας. Το Παναθηναϊκό στην Αθήνα, που συμπληρώθηκε το 180 από τον Ηρώδη τον Αττικό, είχε την ίδια χωρητικότητα με το σ. της Ολυμπίας.
Το ρωμαϊκό σ. ήταν όμοιο με το ελληνικό. Οι κερκίδες όμως στηρίζονταν σε τόξα αντί να είναι σκαμμένες στην πλαγιά. Σήμερα το τυπικό σ. είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται «ολυμπιακό», δηλαδή με διαστάσεις και χώρους όπου μπορούν να διεξαχθούν αγώνες διεθνούς επιπέδου. Αποτελείται από ένα ελλειπτικό στίβο, που προορίζεται για τους αγώνες δρόμου και βάδην (καμιά φορά και για ποδηλατικούς), που περικλείει το χώρο που προορίζεται για αθλήματα όπως π.χ. το ράγκμπι, ποδόσφαιρο, χόκεϊ, κλπ. Τα ημικύκλια μεταξύ του γηπέδου και των καμπυλών χρησιμοποιούνται για τα αγωνίσματα ελαφρού αθλητισμού (ρίψεις, άλματα). Η κατασκευή σύγχρονων σ. χωρητικότητας ως 200.000 θεατών, απαιτεί τη λύση περίπλοκων πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών προβλημάτων. Αξιόλογα στάδια είναι το Ολυμπιακό της Ρώμης και εκείνα του Λονδίνου (Ουέμπλεϊ), του Παρισιού (Κολόμπ), του Ελσίνκι (Ολυμπιακό), της Μαδρίτης (Μπερναμπέου) τους Λος Άντζελες (Ολυμπιακό), του Ρίο ντε Ζανέιρο (Μαρακάνια), της Μόσχας (Λένιν), του Βερολίνου (Ολυμπιακό), της Βιέννης (Πράτερ), και του Τόκιο (Ολυμπιακό). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το Παναθηναϊκό, που βρίσκεται στη θέση του αρχαίου σ. και που αναμαρμαρώθηκε με δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ. Το σ. αυτό, μολονότι δεν ανταποκρίνεται πια στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκτός από την αρχαιολογική σημασία του, έχει και την τιμή πως σ’ αυτό έγιναν οι πρώτοι από τους νεότερους Ολυμπιακούς αγώνες το 1896. Μεγάλο αθηναϊκό στάδιο οικοδομήθηκε το 1982 στα περίχωρα της Αθήνας.
Το στάδιο του Λος Άντζελες, διαρρυθμισμένο ειδικά για αγώνες ποδοσφαίρου.
Το Ολυμπιακό στάδιο του Τόκυο.
Άποψη του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / στάδιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σπάδιον, πληθ. και ετερόκλ. στάδιοι, οί, Α1. (στην αρχαιότητα) α) μονάδα μήκους ίση, κατά τον Ηρόδοτο, με 100 οργιές και 6 πλέθρα, που ισοδυναμούν με 184, 87 σημερινά μέτρα (α. «εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα», ΚΔ- β. «τὸ περίμετρον τῆς περιόδου εἰσὶ στάδιοι ἑξακόσιοι καὶ τρισχίλιοι», Ηρόδ.)β) αγώνας δρόμου που διεξαγόταν στην παραπάνω απόσταση (α. «τὸ στάδιον ἐνίκα Εὐβότας», Ξεν.β. «σταδίου δρόμος», Πίνδ.)2. χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διεξαγωγή αγώνων δρόμου και άλλων αγωνισμάτων (α. «Παναθηναϊκό Στάδιο» β. «ἐν τῷ σταδίῳ ἐνθαρρύνας τὸν Νέστορα», Μηναί)νεοελλ.1. ναυτ. μονάδα μέτρησης θαλάσσιων αποστάσεων ίση με το 1/10 τού ναυτικού μιλίου ή 182, 20 μέτρα, στην πράξη όμως λαμβανόμενη ίση με 200 μέτρα, κν. γουμενιά2. (παλαιότερα) το χιλιόμετρο3. επάγγελμα ή άλλο κύριο έργο με το οποίο απασχολείται κανείς καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, σταδιοδρομία (α. «ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο» β. «το πολιτικό του στάδιο έχει πλέον λήξει»)4. φάση, βαθμίδα στην εξέλιξη μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου (α. «η υπόθεση έχει περάσει από πολλά στάδια» β. «η νόσος διέρχεται το κρίσιμο στάδιό της»)5. βοτ. οποιαδήποτε διακριτική φάση αύξησης ή ανάπτυξης ενός οργανισμού6. φρ. «κατὰ στάδια» — σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτάμσν.-αρχ.1. αμφιθέατρο ως χώρος μαρτυρίου τών μαρτύρων2. μτφ. α) ο κόσμος («ὁ ἐν τῷ μεγάλω σταδίῳ, τῷ καλῷ κόσμῳ, τὴν ἀληθινὴν νίκην κατὰ πάντων στεφανούμενος τῶν παθῶν», Κλήμ. Αλ.)β) ο τωρινός βίος, η παρούσα ζωή (α. «στάδιον δὲ ὁ κοινὸς τῶν ἀνθρώπων βίος», Γρηγ. Νύσσ.β. «ὁ τὸν παρόντα αἰώνα στάδιον δικαιοσύνης ἐνστησάμενος», Πράξ. Αποστ.)αρχ.1. επίπεδος και ανοιχτός χώρος κατάλληλος για όρχηση («στάδια χλοερὰ πρὸ Παλλάδος ναῶν», Ευρ.)2. περίπατος σε κήπο3. φρ. α) «ἐν σταδίοις» — σε αμφιθέατρο επιγρ.β) «ξύλινον στάδιον» — άβακας, πίνακας, ταμπλώ για παιχνίδι με πεσσούς, με πούλια (Ανθ. Παλ.)γ) «ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος»μτφ. εκατό φορές άριστος, υπερβολικά άριστος (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. στάδιος* και εντάσσεται στην οικογένεια του ἵστημι*, οπότε στη λ. θα πρέπει να αποδοθεί η αρχική σημ. «αυτό που είναι μετρημένο, στερεωμένο, παγιωμένο». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο δωρ. τ. σπάδιον προέρχεται από το στάδιον με ανομοιωτική τροπή του οδοντικού -τ- σε χειλικό -π-. Αντίθετα, κατ' άλλη άποψη, αρχικός θεωρείται ο τ. σπάδιον, που συνδέεται με την οικογένεια του σπάω* (πρβλ. λατ. spatium), ενώ ο τ. στάδιον έχει σχηματιστεί με παρ ετυμολογική επίδραση του επιθ. στάδιος. Η Λατινική έχει δανειστεί τον τ. stadium].
Dictionary of Greek. 2013.